εἴρερον εἰσανάγουσι Od.8.529
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
είρερος — εἴρερος, ο (Α) δουλεία, αιχμαλωσία … Dictionary of Greek
εἴρερος — bondage masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴρερον — εἴρερος bondage masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)